Της Βασιλίνας Σωτηροπούλου
Το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης βρίσκεται στην Κεφαλονιά, στο χωριό Καραβόμυλος, περίπου 2 χλμ βορειοδυτικά της Σάμης. Το άγνωστο για αιώνες σπήλαιο ανακαλύφθηκε μόλις πριν από 70 χρόνια από το σπηλαιολόγο Γιάννη Πετρόχειλο και έκτοτε προστέθηκε στη συλλογή των δημιουργημάτων της φύσης.
Η ονομασία «Μελισσάνη» προέρχεται από τη νύμφη Μελισσάνθη, η οποία σύμφωνα με τη μυθολογία έπεσε στα νερά της λίμνης, αφού απορρίφθηκε από το θεό Πάνα. Σε μια άλλη εκδοχή, μια βοσκοπούλα με το ίδιο όνομα, ψάχνοντας το χαμένο της πρόβατο, σκόνταψε και έπεσε στη λίμνη.

Αν και βρίσκεται είκοσι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, η πεσμένη βραχοροφή του σπηλαίου δημιουργεί μια κατακόρυφη φυσική είσοδο διαστάσεων 40 επί 50 μέτρα, απ’ όπου οι ακτίνες του ήλιου λούζουν το εσωτερικό του. Χάρη στο φως, τα νερά του λιμνοσπηλαίου, που έχουν βάθος έως και τριάντα μέτρα, αποκτούν όλες τις αποχρώσεις του μπλε, δημιουργώντας ένα τοπίο που κόβει την ανάσα. Η πλούσια βλάστηση που περιβάλλει το βραχώδες άνοιγμα στην οροφή συμπληρώνει τη χρωματική παλέτα και το παιχνίδι των σκιών. Στο κέντρο της λίμνης, υπάρχει ένα μικρό νησάκι καλυμμένο με βρύα. Το «σκεπασμένο» μέρος του σπηλαίου είναι πιο σκοτεινό, αλλά εξίσου εντυπωσιακό, καθώς σταλακτίτες χιλιάδων ετών συνθέτουν έναν εκπληκτικό φυσικό διάκοσμο.
Ανασκαφές αποκάλυψαν ένα αρχαίο ιερό αφιερωμένο στο θεό Πάνα ενώ κάποια άλλα ευρήματα αποτυπώνουν την παρουσία των Νυμφών. Τα νερά του σπηλαίου ανανεώνονται, καθώς η λίμνη επικοινωνεί υπογείως με τις Καταβόθρες του Αργοστολίου και τη Λίμνη του Καραβόμυλου.

Ο επισκέπτης εισέρχεται μέσω μιας τεχνητής διόδου με σκαλοπάτια και έναν υπόγειο διάδρομο που οδηγεί στην άκρη της λίμνης, όπου επιβιβάζεται σε βαρκούλες. Από εκεί και πέρα, το μόνο που χρειάζεται είναι να απολαύσει την εντυπωσιακή διαδρομή, αρχικά στο ανοιχτό και έπειτα στο κλειστό μέρος του σπηλαίου.
Τέλος, η πιο κατάλληλη ώρα για να επισκεφθεί κανείς τη Μελισσάνη είναι το μεσημέρι, αφού οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν κάθετα στη λίμνη, κάνοντας τις υδάτινες ανταύγειες ακόμα πιο ζωηρές, έτσι ώστε να μην χορταίνουν τα μάτια αλλά ούτε και οι φωτογραφικές μηχανές.

