Η Ναυμαχία της Πάτρας (20 Φεβρουαρίου 1822), ήταν μία από τις πολεμικές εμπλοκές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με την σύγκρουση ελληνικών πλοίων και Τουρκοαιγυπτιακού στόλου τον Ιούλιο του 1825 όταν ο Μιαούλης ανεφοδίασε επιτυχώς το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η Πάτρα από παλιά ήταν ένα σημείο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, διότι ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς προς και από το Ιόνιο, την Αδριατική και την κεντρική Μεσόγειο αλλά και τις οδούς προς την βορειοδυτική Ελλάδα και την δυτική Πελοπόννησο. Τη σπουδαιότητα της περιοχής μαρτυρεί και η συσσώρευση των παραθαλάσσιων οχυρών και φρουρίων που βλέπουμε και σήμερα στην περιοχή, όπως των Πατρών, του Αράξου, του Ρίου, του Αντιρρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου – την κατάκτηση του οποίου με τόση μανία επεδίωξε ο Οθωμανός – μέχρι και του Κάστρου της Κυλλήνης”.
Η σύγκρουση
Τα πλοία του ελληνικού στόλου συναντήθηκαν πρώτα στο νησάκι Πρώτη, όπου ο Γκίκας πληροφόρησε τους άλλους Έλληνες αρχηγούς πως οι Τούρκοι βρίσκονταν στον Κορινθιακό κόλπο. Έτσι τα ελληνικά πλοία απέπλευσαν, με επόμενο σημείο συνάντησής τους την περιοχή μεταξύ Ζακύνθου και Ηλείας, στις 15 Φεβρουαρίου. Εκεί ο Μιαούλης πρότεινε να επιτεθούν κατά του τουρκικού στόλου ενώ αυτός ήταν προσορμισμένος στη Ναύπακτο. Το σχέδιο του Μιαούλη έγινε αποδεκτό από όλους. Ήταν η πρώτη φορά που τόσα πολλά ελληνικά πλοία θα αντιμετώπιζαν τον εχθρό κατά παράταξη. Επειδή όμως είχε ξεσπάσει τρικυμία, τα ελληνικά πλοία αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, στις 16 Φεβρουαρίου 1822.
Στις 20 Φεβρουαρίου, και παρόλο που συνεχιζόταν η τρικυμία, ο Μιαούλης, ο οποίος εν τω μεταξύ αναγνωριζόταν από όλους ως γενικός αρχηγός της επιχείρησης, διέταξε επίθεση κατά του λιμανιού της Πάτρας, στο οποίο είχαν καταφύγει 36 τουρκικά πλοία. Τα ελληνικά πλοία, με πρώτα αυτά του Μιαούλη, άρχισαν να κανονιοβολούν εναντίον του τουρκικού στόλου. Οι Οθωμανοί αιφνιδιάστηκαν, καθώς δεν περίμεναν πως οι Έλληνες θα έκαναν επίθεση με τα μικρά τους πλοία, με τέτοια κακοκαιρία. Προσπάθησαν, πανικοβλημένοι, να εκπλεύσουν αλλά κατέφθασαν και άλλα ελληνικά πλοία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει λυσσαλέα ναυμαχία, για πεντέμισι ώρες. Τελικά οι Έλληνες κατάφεραν να καταστρέψουν σχεδόν ολοκληρωτικά μία φρεγάτα, άλλα πλοία του εχθρού υπέστησαν σημαντικές ζημιές και αρκετοί Τούρκοι τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν. Όσον αφορά τα ελληνικά πλοία, οι ζημιές που υπέστησαν ήταν πολύ μικρές και γρήγορα αποκαταστάθηκαν. Επίσης οι Έλληνες “είχαν ένα μόνο νεκρό, στο πλοίο του Μιαούλη, τον Ποριώτη ναύτη Νικόλα Γερακίτη και 20 τραυματίες.”
Το αποτέλεσμα της μάχης δεν ικανοποίησε απόλυτα τους Έλληνες αρχηγούς, καθώς λόγω της τρικυμίας δεν μπόρεσαν να λάβουν μέρος όλα τα πλοία ενώ απέτυχαν περισσότερες από μία απόπειρες να χρησιμοποιηθούν πυρπολικά. Σε ένα από αυτά τα πυρπολικά, διακρίθηκε ο Ψαριανός Ιωάννης Θεοφιλόπουλος , ή “Τσάκαλος ή Καραβόγιαννος ο οποίος και έκανε προσπάθεια για επίθεση σε εχθρικό πλοίο με παραλίγο επιτυχία, καταφέρνοντας τουλάχιστον να σώσει το πυρπολικό και το πλήρωμά του”.
Ο τουρκικός στόλος καταδιωκόμενος από τους Έλληνες αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, ενώ τα ελληνικά πλοία κατέπλευσαν στο Κατάκολο, το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου, για “ανεφοδιασμό, συμμαζέματα μετά τη μάχη και παρακολούθηση του εχθρού”. Στην είσοδο του λιμανιού τους περίμενε Αγγλικό πλοίο το οποίο “εκδήλωσε την μη πρόθεση να δεχτούν εμπόλεμους στα λιμάνια, παρά μόνο για πλοία που είχαν “φυσικήν τινά δυστυχίαν”, όπως είχαν τα τούρκικα.”
Λεπτομέρειες για αυτά τα γεγονότα παρέχονται από την αλληλογραφία των Ελλήνων ναυάρχων με τη Βουλή και τα νησιά τους, καθώς και από το ημερολόγιο του Αναστάσιου Τσαμαδού, ο οποίος συμμετείχε με το πλοίο του, Αγαμέμνων.
Η σημασία της ναυμαχίας
Αν και οι ζημιές στον τουρκικό στόλο δεν ήταν εντυπωσιακές και δημιουργήθηκε “αθυμία στις κοινότητες των νήσων και τη κεντρική διοίκηση, αφού δεν είδαν την αντίπαλη δύναμη συρρικνούμενη”, το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν τεράστιας σημασίας για το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατάλαβαν τότε ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό όχι μόνο με επιθέσεις πυρπολικών αλλά και κατά παράταξη. Συγχρόνως αποτιμήθηκε η ηττοπαθής συμπεριφορά και το χαμηλό ηθικό ηγεσίας των Τούρκων να υποχωρήσουν αμέσως και να μην επιδιώξουν νέα αναμέτρηση, αλλά και “η αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους που ενστερνίστηκαν οι Έλληνες ναύαρχοι, καπεταναίοι και πληρώματα των πλοίων των νησιών”.
Επίσης στη Ναυμαχία των Πατρών αναδείχθηκε η στρατηγική ευφυΐα του Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος από την πρώτη του αναμέτρηση άλλαξε την τακτική της επίθεσης και επιχείρησε την “εκ παρατάξεως συμπλοκή” ενώ “τελειοποίησε και την τακτική χρήσης του πυρπολικού με επιθέσεις, όχι μόνο τη νύχτα αλλά και την ημέρα, με τη συνοδεία φίλιων πλοίων και την κάλυψη από το πυροβολικό τους”.
Στη ναυμαχία της Πάτρας ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε συγκροτημένος ο Ελληνικός στόλος με ” ενιαία ψυχή, ενιαίο αρχηγό και ενιαία οντότητα, έτοιμος για τη μάχη, όπως όλοι οι στόλοι των οργανωμένων τότε ναυτικών εθνών”.